Τα φασόλια αποτελούν διατροφικό θησαυρό αλλά και πιάτο άρρηκτα δεμένο με την ελληνική παράδοσή. Βρίσκονται στη βάση της μεσογειακής πυραμίδας, δηλαδή συγκαταλέγονται μεταξύ των τροφών που πρέπει να καταναλώνονται με μεγάλη συχνότητα.
Η κύρια χώρα παραγωγής φασολιών είναι ο Καναδάς, λόγω των κλιματολογικών συνθηκών και του εξαιρετικού υπεδάφους του.
Στην Ελλάδα η καλλιέργεια του φασολιού έχει μακραίωνη παράδοση και συναντάται κυρίως στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Τα πιο ξακουστά ελληνικά φασόλια παράγονται στις Πρέσπες και στη Χρυσούπολη της Καβάλας.
Ο τρόπος μαγειρέματός τους ποικίλει ανάλογα με το είδος τους. Οι συνηθέστεροι τρόποι είναι σούπα, σαλάτα ή στο φούρνο, συνδυασμένα ιδανικά με τυρί, ελιές, τουρσί, αλίπαστα και σαλάτα.
Ιδιότητες
Τα φασόλια είναι σημαντική πηγή πρωτεϊνών και συνδυάζοντάς τα με δημητριακά, προσφέρουν πρωτεΐνη σχεδόν ισάξια με αυτή του κρέατος.
Αποτελούν πηγή διαιτητικών ινών, συμβάλλοντας στην καλή λειτουργία του εντέρου, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου και λιπιδίων στο αίμα. Επιπλέον, είναι εξαιρετική πηγή αντιοξειδωτικών ουσιών και φυλλικού οξέος, που βοηθούν στην καλή λειτουργία της καρδιάς.
Μια ακόμη ιδιότητά τους είναι ότι συμβάλουν στην απώλεια βάρους, καθώς μεταβολίζονται με αργούς ρυθμούς κι έτσι δημιουργούν το αίσθημα της πληρότητας.
Είναι τέλος πολύ καλή πηγή σιδήρου. O σίδηρος που περιέχουν όμως δεν είναι τόσο εύκολα απορροφήσιμος από τον οργανισμό και για να απορροφηθεί επαρκώς θα πρέπει να συνδυαστεί με τροφές πλούσιες σε βιταμίνη C (π.χ. πορτοκάλι, λεμόνι, πιπεριά, μαϊντανός κλπ).
Για την ιστορία
Τα δεκάδες είδη φασολιών που συναντάμε σήμερα προέρχονται από το αyαcotl, είδος άγριας φασολιάς που φύτρωνε στην κεντρική Αμερική, στο νότιο Μεξικό και στην Γιουκατάν.
Η παλαιότερη ένδειξη καλλιέργειας φασολιών πιστεύεται ότι έχει βρεθεί μέσα σε μια σπηλιά στις Περουβιανές Άνδεις, ενώ ένα ακόμη κέντρο παραγωγής φασολιών έχει εντοπιστεί στις θερμές περιοχές του Εκουαδόρ και της Βολιβίας, μέσα σε τάφους των Ίνκας.
Στην Ευρώπη τα άσπρα φασόλια έγιναν γνωστά μετά την ανακάλυψη της Αμερικής. Από εκεί μεταφέρθηκαν πρώτα στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία.
Oι Ευρωπαίοι λόγω της υψηλής διατροφικής τους αξίας και της απλής καλλιέργειας και αποθήκευσής τους, τα ενέταξαν αμέσως στη διατροφή τους.
Στην Ιταλία, η καλλιέργειά τους ξεκίνησε γύρω στα 1530 μ.Χ., όταν ο Πάπας Κλήμης Ζ’ έλαβε σαν δώρο από τον Κάρολο Ε’ ,μερικές ποικιλίες από φασόλια.
Στη Γαλλία, λέγεται ότι τα φασόλια πρωτοεμφανίστηκαν με την Αικατερίνη των Μεδίκων. Όταν η νεαρή πριγκίπισσα ετοιμαζόταν να μεταβεί στη Μασσαλία για να συναντήσει τον μέλλοντα σύζυγό της, ο ανώτερος εκκλησιαστικός αξιωματούχος, Πιέτρο Βαλεριάνο συμβούλεψε την οικογένεια των Μεδίκων να συμπεριλάβει στην προίκα της και ένα σακούλι με φασόλια. Ήταν η εποχή που το νεοφερμένο από το Νέο Κόσμο όσπριο κόστιζε μια περιουσία και το θεωρούσαν ιδιαίτερα πολύτιμο.
Στην Ελλάδα, υπάρχουν από την αρχαιότητα αναφορές σε ένα φυτό, με την ονομασία φάσηλος ή φασίολος που πιθανών να έδωσε το όνομά του στο σημερινό άσπρο φασόλι. Μάλλον όμως επρόκειτο για κάποιο είδος λούπινου.
Τα φασόλια στη λογοτεχνία και την ποίηση
Ο Γ. Μπάτης μέσα από τους στίχους του, δήλωνε ότι ο Έλληνας είναι «φασουλάς», στο ομώνυμο ρεμπέτικο τραγούδι.
Ο Κ. Βάρναλης, ρωτήθηκε σε μεγάλη ηλικία, ποιες είναι οι μεγάλες χαρές της ζωής και απάντησε, «Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα, και να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο Βυζάντιο (το καφενείο που σύχναζε)»
Στο ποίημα του «Δούλος υγιών φρονημάτων», κάνει επίσης ιδιαίτερη μνεία στη φασολάδα :
«Έσκαβες λίγες μέρες κάθε μήνα
για την πανεθνική σου φασουλάδα.
Τ’ αφεντικά μου ας έχουν την Ελλάδα,
έχω εγώ Μαραθώνα, Σαλαμίνα…»
Ο Α. Παπαδιαμάντης, στο διήγημά του “Ολόγυρα στη λίμνη” αναφέρεται στα «καλομαγειρευμένα φασόλια» ενώ ο Μ. Καραγάτσης περιγράφει την ευτυχία κάποιων απόκληρων που έτυχε να βρουν ένα σακουλάκι φασόλια: «Θα ‘κλεβαν ένα τσουκάλι. Θα ‘παιρναν —δανεικό κι αγύριστο— λάδι δράμια εκατό, απ’ τον μπακάλη. Ένας κρόμμυδος, κάπου θα βρίσκονταν. Και θα γινόταν μια φασουλάδα θεός!» .
Ο Μωυσής Μπουρλάς, από την εξορία του Άη Στράτη, αναφέρει πως οι εξόριστοι είχαν αγοράσει μια φορά μια τεράστια ποσότητα φασόλια σε πολύ χαμηλή τιμή και, αναγκαστικά, τα έτρωγαν μεσημέρι και βράδυ: «Τα φασόλια που μας φέραν άρχισαν να τα μαγειρεύουν σχεδόν κάθε μέρα, τη μια σαλάτα, την άλλη με ντομάτα, την τρίτη πηχτή, την τέταρτη σούπα ή στο φούρνο. Τα σαΐνια το άρπαξαν το γεγονός, και από το θεατρικό συγκρότημα τραγουδήθηκε το παρακάτω τραγουδάκι στο σκοπό του “Βαλεντίνα, αχ Βαλεντίνα, μικρή τσαχπίνα”
“Αχ φασουλάδα, τι νοστιμάδα
των οσπρίων είσαι η αντίκα
κι απ’ το μέλι πιο πολύ έχεις γλύκα
είτε σούπα είτε σαλάτα
είτε άσπρη ή με ντομάτα
ξεπερνάς τη μαρμελάδα,
έχεις νάζι, έχεις χάρη
των φαγιών μαργαριτάρι,
φασουλάδα – φασουλάδα!”
Τα φασόλια στη λαϊκή παράδοση και τις παροιμίες
Στην Αργεντινή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς τρώνε φασόλια, καθώς πιστεύεται ότι η κατανάλωση φασολιών διασφαλίζει την επαγγελματική επιτυχία της επόμενης χρονιάς.
Στη Θράκη, από του Αγίου Δημητρίου που μεγάλωναν οι νύχτες άρχιζαν τα νυχτέρια, δηλαδή οι νυχτερινές συναθροίσεις .Υπήρχαν δύο είδη νυχτεριού: αυτό με το ολονύχτιο καθάρισμα των φασολιών, ώστε να είναι έτοιμα για μαγείρεμα το πρωί κι αυτό με τα καλαμπόκια, τα οποία ξεφλούδιζαν πάλι όλοι μαζί.
«Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» : ο σημαντικός ρόλος της οικονομίας και της υπομονής στη ζωή του ανθρώπου.
«Με το οσούλι βράζει το φασούλι» θρακιώτικη παροιμία που αναφέρεται στον επιτήδειο τρόπο για να γίνει μια δουλειά. Το οσούλι είναι τουρκική λέξη που σημαίνει τον ρυθμό στη μουσική και μεταφορικά τη ρέγουλα.
«Θέλουνε και τα φασούλια Πατερημών;» σύμφωνα με την παράδοση η έκφραση αυτή ανήκει σε ένα παιδί, ως απάντηση στη μητέρα του που το μάλωσε επειδή ξεκίνησε να τρώει χωρίς να κάνει προσευχή. Κι αυτό γιατί θεώρησε τα ταπεινά φασόλια ανάξια προσευχής.
«Άλλο φασούλι κι αυτό!» ή «καινούργιο φασούλι βγήκε» χρησιμοποιείται όταν ανακύπτει κάποιο απροσδόκητο πρόβλημα.
«Τα φασολάκια, αν δεν εφοβούνταν τα νύχια του βοδιού, ήθελε ν’ ακλουθάνε τον ζευγά από πίσω» ναξιώτικη παροιμία που αναφέρεται στα μαυρομάτικα φασόλια, που φυτρώνουν πολύ γρήγορα.