Το μπιζέλι οφείλει τη σημερινή ονομασία του στο αρχαιοελληνικό “πίσον” που μετονομάστηκε στα λατινικά σε “pisum” .Αργότερα καθιερώθηκε στην ιταλική διάλεκτο ως “pisello” και στην ελληνική ως “πιζέλιον” ή “μπιζέλιον”.
Ο Καναδάς είναι από τις μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες σε μπιζέλια και ιδίως στο κομμένο πράσινο μπιζέλι.
Τα κομμένα πράσινα μπιζέλια χρησιμοποιούνται για την παρασκευή πράσινης φάβας, ενώ λόγω του έντονου χρώματός τους προτιμώνται και ως γαρνιτούρα.
Ιδιότητες
Τα μπιζέλια έχουν πολλά θρεπτικά στοιχεία όπως φολικό οξύ, α και β καροτένια, ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρο, κάλιο και φώσφορο. Επιπλέον, λόγω του μικρού χρονικά περιθωρίου συγκομιδής τους, είναι πλούσια σε βιταμίνη C, θειαμίνη B1, φώσφορο και βιταμίνη B6.
Η κατανάλωση μπιζελιών βοηθάει στην πρόληψη του καρκίνου του στομάχου, των ασθενειών της καρδιάς και της δυσκοιλιότητας. Συμβάλουν ακόμη στην υγεία των οστών, μειώνουν την κακή χοληστερόλη και ρυθμίζουν το σάκχαρο στο αίμα.
Για την ιστορία
Το μπιζέλι πρωτοκαλλιεργήθηκε στο Αφγανιστάν και την Αιθιοπία και αργότερα μεταφέρθηκε στις χώρες της Μεσογείου, από τις οποίες στη συνέχεια διαδόθηκε στην Ευρώπη και στην Ασία.
Στην Ευρώπη είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους και στην Εγγύς Ανατολή αναφέρεται ως καλλιεργούμενο φυτό από το 4000 π. Χ.
Ο Θεόφραστος, γύρω στο 300 π. Χ., περιέγραψε στα έργα του «Περί φυτών ιστορίας» και «Περί φυτών αιτιών» τα μπιζέλια και τεκμηρίωσε τη χρησιμοποίησή τους για τροφή του ανθρώπου και των ζώων.