Η παρουσία πολλών θρεπτικών ουσιών στα ρεβίθια, τα καθιστά ιδανική τροφή με πολλά οφέλη στην υγεία. Τα ρεβίθια καταναλώνονται ως σούπα, σαλάτα, πουρές αλλά και μαγειρεμένα στη γάστρα.
Οι κυριότερες περιοχές παραγωγής ρεβιθιού είναι το Μεξικό και οι χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται σε πολλές περιοχές, όπως η Λάρισα, οι Σέρρες, η Κοζάνη και η Κατερίνη.
Ιδιότητες
Τα ρεβίθια είναι πλούσια πηγή φυτικών ινών, οι οποίες μειώνουν το επίπεδο της LDL χοληστερόλης και σταθεροποιούν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Μία ακόμη ιδιότητά τους είναι ότι περιέχουν σημαντική ποσότητα μαγνησίου, η οποία συμβάλει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, και κατ επέκταση στην καρδιαγγειακή υγεία.
Επιπλέον, είναι μια καλή πηγή ασβεστίου, δεδομένου ότι καταναλώνονται με τον φλοιό τους (το 70% του ασβεστίου τους βρίσκεται εκεί).
Τέλος, τα ρεβίθια δίνουν στον ανθρώπινο οργανισμό ποσότητα πρωτεΐνης ισάξιας με αυτή του κρέατος, του γάλατος και της σόγιας.
Για την ιστορία
Η καλλιέργεια του ρεβιθιού ήταν γνωστή από αρχαιοτάτους χρόνους στις περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο. Υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για καλλιέργεια ρεβιθιών που χρονολογούνται από την τρίτη έως την τέταρτη χιλιετηρίδα π.Χ. Κατά την εποχή του χαλκού, τα ρεβίθια ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στην Ιταλία και την Ελλάδα.
Όσον αφορά στην πρώτη γραπτή αναφορά για το ρεβίθι, βρίσκεται στην Ιλιάδα του Ομήρου και σύμφωνα με τη μυθολογία είναι εύρημα του Ποσειδώνα. Στην κλασική Ελλάδα η ονομασία του ήταν ερέβινθος και τρώγονταν ως κύριο πιάτο.
Οι «ερέβινθοι μετά ροών», δηλαδή ρεβίθια μαζί με σπόρια ροδιού, αναφέρονται στους “Δειπνοσοφιστές”, το περίφημο σύγγραμμα του Αθηναίου, που ασχολείται με τη διατροφή των αρχαίων Ελλήνων, γραμμένο στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.
Και οι Βυζαντινοί όμως κατανάλωναν ρεβίθια, τα «τρωγάλια», που ήταν ρεβίθια ψητά (στραγάλια), τα οποία πουλούσαν στους δρόμους.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, οι βουνίσιοι κυρίως πληθυσμοί, έσπερναν ρεβίθια, καθώς αποτελούσαν βασικό είδος διατροφής.
Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής, η έλλειψη εισαγωγών καφέ οδήγησε στη χρήση τριμμένων καβουρδισμένων ρεβιθιών ως υποκατάστατο το καφέ.
Τα ρεβίθια στη λαϊκή παράδοση
Η ευρεία απήχηση του ρεβιθιού , αντανακλάται σε έθιμα, τραγούδια, παροιμίες και παραμύθια.
Η πριγκίπισσα και το ρεβίθι και ο Κοντορεβιθούλης είναι τα πιο γνωστά παραμύθια στα οποία αναφέρεται το ρεβίθι. Τα παλαιότερα χρόνια οι αφηγητές, πριν από την εξιστόρηση ενός παραμυθιού χρησιμοποιούσαν μικρά ποιήματα. Το πιο διαδεδομένο, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας, αναφέρεται σε διάφορα όσπρια και φυσικά στο ρεβίθι :
“Το κουκί και το ρεβίθι
εμαλώνανε στη βρύση
και περνάει κι η φακή
και τα βάζει φυλακή
και η φάβα τους φωνάζει
“Φακή, βγάλτα, δεν πειράζει”
Το ρεβίθι πρωταγωνιστεί σε πολλές εκφάνσεις του ελληνικού παραδοσιακού γάμου.
Ένα από τα γνωστότερα παραδοσιακά τραγούδια του γάμου αναφέρεται στο ρεβίθι, στο στίχο «Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβίθι».
Στο νομό Καρδίτσας το έθιμο θέλει την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο οι νεόνυμφοι να επισκέπτονται το πατρικό σπίτι της νύφης και αφού φάνε μαζί με τα πεθερικά επισκέπτονται στη συνέχεια συγγενικά και φιλικά σπίτια. Οι συγγενείς βάζουν στη τσέπη του γαμπρού ρεβίθια και βαμβάκι. Ρεβίθια για να κάνουν αγόρια και βαμβάκι για ν’ ασπρίσουν, να γεράσουν μαζί.
Στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, οι βλάχικοι πληθυσμοί συνήθιζαν να στέλνουν το επίσημο κάλεσμα του γάμου στον κουμπάρο με τον εξής τρόπο: την Πέμπτη πριν το γάμο συγγενείς των μελλόνυμφων πήγαιναν στον κουμπάρο ένα ψωμί μέσα σε ένα ταψί, στολισμένο με ρεβίθια και καρύδια.
Οι Βλάχες του νομού Βέροιας τα Χριστούγεννα συνήθιζαν να ζυμώνουν ένα επτάζυμο ψωμί το οποίο ήταν φτιαγμένο με μαγιά από ρεβίθι. Ασχολούνταν σχεδόν μια ημέρα για να το πετύχουν και δεν ήθελαν κανέναν δίπλα τους για να μην τους το ματιάσουν και δεν φουσκώσει όπως έπρεπε.
Στην Κύπρο, στα χωριά Όμοδος και Κοιλάνι της επαρχίας Λεμεσού φτιάχνεται ακόμα και σήμερα ο αρκάτης, ένα είδος κουλουριού που ζυμώνεται με προζύμι από ρεβίθια. Η παρασκευή του αρκάτη, παλαιότερα διαρκούσε ένα ολόκληρο βράδυ και για να πετύχει έπρεπε τα ρεβίθια να έχουν βράσει σωστά. Δεν γνώριζαν όλες οι γυναίκες του χωριού πώς να φτιάξουν αρκάτη. Συνήθως η τέχνη αυτή ήταν κτήμα μιας οικογένειας.
Στη Σίφνο, η Κυριακάτικη ρεβιθάδα αποτελεί οικογενειακή παράδοση. Κάθε Σάββατο ετοιμάζεται η σκεπασταριά, πήλινο δοχείο με ρεβίθια, το οποίο ψήνεται στον συνοικιακό φούρνο μέχρι την Κυριακή το πρωί .
Στην Κεφαλονιά, υπάρχει μια ιστορία με έναν πονηρό κεφαλλονίτη ο οποίος έταξε σε κάποιον Άγιο ότι άμα σωθεί από τη θαλασσοταραχή θα πάει προσκύνημα στο μοναστήρι βάζοντας ρεβίθια στα παπούτσια του. Αφού σώθηκε, ξεκίνησε να πάει για το τάμα στο μοναστήρι. Περπατούσε όμως πολύ άνετα στο δρόμο και του έκαναν παρατήρηση ότι δεν έβαλε τα ρεβίθια στα παπούτσια. Αυτός τότε απάντησε «Πώς; Τα βαλα. Έταξα ρεβίθια αλλά δεν τα έταξα ωμά, τα έβρασα πρώτα»!
«Η ροβυθιά εγέλασε τον κλέφτη»
Η παροιμία δείχνει πόσο γρήγορα μεστώνουν τα ρεβίθια. Λέγεται ότι ο κλέφτης πήγε στο χωράφι να πάρει τα ρεβίθια, κι ήταν αγίνωτα. Πηγαίνοντας μετά από δύο μέρες όμως, τα είχαν μαζέψει οι νοικοκυραίοι.
«Δεν έκλιγα του τζιντιρε μον’ έκλιγα τ’ αρβίθια που μείναν να μουρά μ’ νισ’ κά τσι κλαίγαν ούλη νύχτα» (Δεν έκλαιγα τον τέντζερη, μόνο έκλαιγα τα ρεβίθια, που έμειναν τα παιδιά μου νηστικά, κι έκλαιγαν όλη νύχτα).
Η παροιμιώδης φράση θέλει να δείξει τη σημασία του ρεβιθιού και αναφέρεται σε κάποιον που του έκλεψαν το καζάνι με τα ρεβίθια.